- ευρυκολπος
- εὐρύκολποςεὐρύ-κολπος2широкогрудый
(χθών Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χθών Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευρύκολπος — εὐρύκολπος, ον (Α) φρ. «εὐρύκολπος χθών» ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κόλπος] … Dictionary of Greek
εὐρυκόλπου — εὐρύκολπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek